σκαριφησμοί

σκαριφησμοί
σκαριφησμός
a scratching up
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαριφησμός — ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο νεοελλ. ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”